- διεθνικός
- -ή, -όδιεθνής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευγενικός — και βγενικός, ή και ιά, ό (Μ εὐγενικός, ή, όν) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενείς, από αρχοντική γενιά 2. εκείνος που έχει ευγενικά αισθήματα, ευγενές ήθος 3. αυτός που έχει πολιτισμένους τρόπους, που συμπεριφέρεται με ευγένεια νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek